-
1 διυλίζω
A strain, filter thoroughly, οἶνον Mim. Oxy.413.154, Dsc.5.72, Artem.4.48:—[voice] Pass.,διυλισμένος οἶνος LXX Am.6.6
: metaph., ap. Stob.3.1.108, cf. Pl.Ti. 69a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διυλίζω
См. также в других словарях:
σακ(κ)ίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ Εὐπόλιδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα ίας (πρβλ. σαπρ ίας)] … Dictionary of Greek